μεγίστω

μεγίστω
μέγας
big
masc/neut nom/voc/acc dual
μέγας
big
masc/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μεγιστώ — Μεγιστώ, οῡς, ἡ (Α) [μέγιστος] προσωποποίηση τού μεγέθους …   Dictionary of Greek

  • μεγίστῳ — μέγας big masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγίστωι — μεγίστῳ , μέγας big masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστήριος — μαστήριος, α, ον (Α) [μαστήρ] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να αναζητά και να βρίσκει κάτι, ο επιτήδειος στην έρευνα («Ἑρμῇ μεγίστῳ προξένῳ μαστηρίῳ», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πολυβόρος — ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος αρπακτικών πτηνών τού Νέου Κόσμου αρχ. αυτός που τρώει με βουλιμία, αδηφάγος («ζῴῳ, μεγίστῳ πεφυκότι καὶ πολυβορωτάτῳ», Πλατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος. Η λ., ως επιστημον.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”